ξερολίθι

ξερολίθι
το
η ξερολιθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + -λίθι (< λίθος), πρβλ. κουφο-λίθι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξερολίθι — ξερολίθι, το και ξερολιθιά, η τοίχος από πέτρες χωρίς λάσπη, ξεροντούβαρο, ξερολιθοδομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξερολιθιά — η [ξερολίθι] τοίχος που χτίζεται με λίθους χωρίς συνδετικό κονίαμα, χωρίς λάσπη, ξηρολιθοδομή …   Dictionary of Greek

  • ξεροτρόχαλος — το τοίχος κατασκευασμένος από λίθους, από τροχάλους χωρίς συνδετική ύλη, ξερολίθι, ξηρολιθοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + τρόχαλος «σωρός λίθων»] …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”